ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΟΥ ΟΚΑΝΑ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ




ΟΚΑΝΑ: Η διοίκηση εκδικείται όσους αγωνίζονται ενάντια στη διάλυση των προγραμμάτων υποκατάστασης

 | 2/8/2017

Η απόφαση της διοίκησης του ΟΚΑΝΑ να παύσει από τη θέση της την ψυχίατρο Έμμυ Κουτσοπούλου, υπεύθυνη της μονάδας βουπρενορφίνης του νοσοκομείου Άγιος Σάββας, έφερε στο προσκήνιο το υπαρκτό πρόβλημα του κινδύνου διάλυσης των δημόσιων προγραμμάτων χορήγησης υποκατάστατων αλλά και μια εκδικητική αντιμετώπιση απέναντι σε όσους διαφωνούν με την ασκούμενη πολιτική.

Στη μεγάλη μάχη ενάντια στην εξάρτηση και τις επιπτώσεις της, οι εργαζόμενοι στα κέντρα χορήγησης υποκατάστατων είναι στην πρώτη γραμμή. Σχεδιασμένα πρώτα και κύρια για να αντιμετωπιστούν οι βλάβες από τη χρήση όπως οι επιπτώσεις από τη χρήση νοθευμένων σκευασμάτων, η μετάδοση νοσημάτων από την κοινή χρήση συριγγών για ενδοφλέβια χρήση και για να μπορέσουν να βοηθηθούν οι χρήστες σταδιακά να αποτραβηχτούν από τη χρήση και εάν μπορέσουν να προχωρήσουν και σε πρακτικές απεξάρτησης, τα προγράμματα χορήγησης υποκατάστατων παραμένουν αναντικατάστατο τμήμα οποιασδήποτε πολιτικής για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων.

Χωρίς τα προγράμματα χορήγησης υποκατάστατων, χιλιάδες χρήστες απλώς θα αφήνονταν στην τύχη τους, αντιμέτωποι σε αρκετές περιπτώσεις με έναν λιγότερο ή περισσότερο αργό θάνατο και όλο το φαύλο κύκλο της εξάρτησης, χωρίς καν εκείνη την αρχική υποστήριξη που θα μπορούσε να τους βοηθήσουν να σταθούν κάπως στα πόδια τους και να πάρουν και την αναγκαία επιλογή να προχωρήσουν και σε πρόγραμμα απεξάρτησης.

Τα προγράμματα χορήγησης υποκατάστατων έχουν βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο. Όχι μόνο από όσους εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι προβληματικό να χορηγεί το ίδιο το κράτος εξαρτησιογόνες στην πραγματικότητα ουσίες (παρότι όλη η διεθνής βιβλιογραφία αλλά και πρακτική συνηγορεί ότι οποιαδήποτε ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του προβλήματος των εξαρτήσεων δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και τέτοια προγράμματα), αλλά και από όσους βλέπουν εδώ ένα άλλο πεδίο δραστηριοποίησης που θα μπορούσε να παραχωρηθεί στους ιδιώτες. Μόνο που η παραχώρηση του δικαιώματος χορήγησης υποκατάστατων σε ιδιώτες θα το μετέτρεπε απλώς σε συνταγογράφηση υποκαταστάτων και πέραν του ζητήματος του πόσοι και σε ποια κλίμακα θα είχαν πρόσβαση στους ιδιώτες, θα ακύρωνε τον ουσιώδη λόγο της χορήγησης υποκατάστατων που είναι ακριβώς η συνολικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος της εξάρτησης, μέσα από ιατρική παρακολούθηση, επαγγελματική συμβουλευτική και ψυχοκοινωνική υποστήριξη, προγράμματα που μόνο ένα δημόσιο σύστημα υγείας μπορεί να προσφέρει. Σε μια περίοδο οικονομικής και κοινωνικής κρίσης όπως αυτή που διανύουμε, όπου το πρόβλημα της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών επιδεινώνεται, τέτοια ζητήματα αποκτούν ξεχωριστή σημασία.

Ακριβώς γι’ αυτό και η ανακοίνωση της παύσης της ψυχιάτρου Έμμυς Κουτσοπούλου από τη θέση της υπευθύνου της μονάδας χορήγησης βουπρενορφίνης του νοσοκομείου Άγιος Σάββας προκάλεσε τόσο έντονες αντιδράσεις. Εργαζόμενη εδώ και 15 χρόνια στον ΟΚΑΝΑ, η Κουτσοπούλου είναι ένα από τα βασικά στελέχη του, με μεγάλη εμπειρία, γνώση και κατάρτιση. Είναι, στρατευμένη, χρόνια τώρα στα κοινωνικά κινήματα και την αριστερά, με σημαντική δράση όχι μόνο στο συνδικαλιστικό κίνημα αλλά και στο κίνημα αλληλεγγύης, στηρίζοντας το Κοινωνικό Ιατρείο Νέας Φιλαδέλφειας, καταλήψεις στέγασης προσφύγων και δουλεύοντας ενεργά και στο συντονισμό με το διεθνές κίνημα αλληλεγγύης στην Ελλάδα. Είναι μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Συλλόγου Εργαζομένων και αναπληρωματικό μέλος της διοίκησης του Συλλόγου Εργαζομένων στον ΟΚΑΝΑ.

Η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ επικαλέστηκε ως δικαιολογία για αυτή την παύση και την μετακίνηση σε άλλη θέση απλού ψυχιάτρου, κίνηση που συνιστά και βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας για την Κουτσοπούλου, μια αντιπαράθεση μεταξύ εργαζομένων της μονάδας που είχε υπάρξει μερικούς μήνες πριν, αντιπαράθεση στην οποία η ίδια δεν ενεπλάκη ούτε κατηγορήθηκε για κάτι (οι εργαζόμενοι που απευθύνθηκαν στη διοίκηση αναφέρθηκαν στη συμπεριφορά άλλου εργαζομένου όχι της Κουτσοπούλου) αλλά της «χρεώνεται» ότι δεν τη χειρίστηκε σωστά. Όμως, η ίδια η Κουτσοπούλου υποστηρίζει ότι προσπάθησε το θέμα να αντιμετωπιστεί εντός της μονάδας, με γνώμονα τη μικρότερη δυνατή αναστάτωση των ασθενών. Πάντως, ουδέποτε η ίδια η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ εξήγησε ποιοι ήταν οι λόγοι που την οδήγησαν στο να παύσει την Κουτσοπούλου από τη θέση, ούτε βέβαια διερεύνησε το περιστατικό με την προβλεπόμενη διαδικασία, εφόσον αρνήθηκε το αίτημα που εξαρχής είχε καταθέσει η ίδια η Κουτσοπούλου να γίνει ΕΔΕ για να φωτιστούν όλες οι πλευρές του περιστατικού. Αντίθετα, χωρίς ΕΔΕ και χωρίς καν να προσκληθεί η ίδια η Κουτσοπούλου ως υπεύθυνη της συγκεκριμένης μονάδας να δώσει εξηγήσεις και να ενημερώσει για ότι έγινε, «απλώς» της ανακοινώθηκε ότι παύεται από τη θέση της υπευθύνου και μετακινείται σε άλλη θέση. Ενδεικτικό το πώς περιγράφει τη διαδικασία ανακοίνωση του Συλλόγου Εργαζομένων στον ΟΚΑΝΑ:

«Η απόφαση αυτή λήφθηκε από τη Διοίκηση χωρίς να ακολουθηθεί καμία διαδικασία διαφάνειας και αξιοκρατίας όπως ευαγγελίζονται τα τελευταία τρία χρόνια που διοικούν καθώς όχι μόνο δεν υπάρχει εισήγηση του αρμοδίου τμήματος αλλά δεν διενεργήθηκε και κανενός είδους έρευνα π.χ. ΕΔΕ (την οποία είχε ζητήσει εγγράφως άλλωστε η υπεύθυνη της μονάδας από την πρώτη στιγμή του δημιουργήθηκε το πρόβλημα στη μονάδα). Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που επιλέχθηκε να εφαρμοστεί η απόφαση καθώς αποφασίστηκε η γιατρός να απομακρυνθεί την επόμενη εργάσιμη ημέρα και να αντικατασταθεί από άλλο συνάδελφο χωρίς καν εκείνος να ερωτηθεί και να προλάβει να ενημερώσει τους ασθενείς του. Ο συνάδελφος αρνήθηκε να αναλάβει τη θέση και η λύση βρέθηκε με την μετακίνηση μιας νεοπροσληφθείσας συναδέλφου με δελτίο παροχής υπηρεσιών.» 

Όμως, όλα δείχνουν ότι η αιτία ήταν αλλού και στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια εκδικητική κίνηση από τη μεριά της διοίκησης του ΟΚΑΝΑ επειδή η Κουτσοπούλου όπως και άλλες/οι εργαζόμενοι στον ΟΚΑΝΑ αντιστέκονται σε επιλογές της διοίκησής που υπονομεύουν και ακυρώνουν τη δυνατότητα του οργανισμού να επιτελέσει το έργο του.

Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στον ΟΚΑΝΑ θεωρούν ότι εδώ και χρόνια, τόσο από τις προηγούμενες κυβερνήσεις όσο και από την τωρινή μεθοδεύεται η απαξίωση του οργανισμού. Χωρίς να παίρνουν την πολιτική ευθύνη να πουν ότι κλείνει ή συρρικνώνεται άμεσα ο οργανισμός, ουσιαστικά περιορίζουν την πραγματική του δυνατότητα να λειτουργήσει, διαδικασία που αντικειμενικά οδηγεί στο τέλος στο άνοιγμα της χορήγησης υποκατάστατων και από ιδιώτες. Αυτό θα γίνει μέσα από την μετατροπή της πλειοψηφίας των προγραμμάτων υποκατάστασης σε ανοιχτή συνταγογράφηση, σχέδιο που ουσιαστικά μεταφέρει τη θεραπεία υποκατάστασης από τον Δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και ανοίγει την πόρτα στην ιδιωτικοποίηση της αντιμετώπισης της εξάρτησης.

Όπως μας είπε χαρακτηριστικά η ίδια η Κουτσοπούλου: «οι τελευταίες διοικήσεις ακολουθούν την ίδια τακτική: να διαλύουν σιγά σιγά και μεθοδικά τα προγράμματα και να αφήνουν ανοιχτά παράθυρα για τους ιδιώτες. Η τελευταία διοίκηση για παράδειγμα μειώνει τις θέσεις για μεθαδόνη. Όπως είναι γνωστό χορηγούμε δύο ειδών υποκατάστατα, μεθαδόνη και βουπερνορφίνη. Η μεθαδόνη φαρμακολογικά είναι πλήρης αγωνιστής των οπιοειδών, που σημαίνει πρακτικά ότι έχει παρόμοιο τρόπο δράσης με την ηρωίνη και άρα αθροίζεται με την ηρωίνη κοινώς μπορείς να πεθάνεις από κακή χρήση μεθαδόνης, ειδικά εάν κάνει παράλληλη χρήση ηρωίνης. Η βουπρενορφίνη αντίθετα, επειδή έχει διαφορετικό τρόπο που δρα μέσα στον οργανισμό δεν αθροίζεται και άρα είναι πιο ασφαλής. Αυτό σημαίνει ότι η μεθαδόνη παντού δίνεται μέσα σε προγράμματα, δεν συνταγογραφείται απλώς, σε αντίθεση με τη βουπρενορφίνη. Σήμερα μειώνουν τις θέσεις μεθαδόνης ώστε σταδιακά οι ασθενείς του ΟΚΑΝΑ να παίρνουν μόνο βουπρενορφίνη, δηλαδή κάτι που μπορεί απλώς να συνταγογραφείται».


Κλειδί είναι εδώ ο τρόπος με τον οποίο οι διοικήσεις του ΟΚΑΝΑ έχουν χρησιμοποιήσει την ανάγκη να απορροφηθεί η λίστα και τη λογική ότι προέχει το να περιοριστούν οι βλάβες. Οι εργαζόμενοι αντιτείνουν ότι προφανώς και χρειάζονται προγράμματα περιορισμού της βλάβης (καθώς δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα μόνο με «στεγνά» προγράμματα απεξάρτησης) αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει με απεμπλοκή του κράτους από την υποχρέωση να φροντίζει τα εξαρτημένα άτομα, με μετακύλιση του κόστους στον ίδιο τον εξαρτημένο ή/και στην ασφάλιση του και με φτηνά προγράμματα χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά και προδιαγραφές. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ένα κείμενο της Αριστερής Συσπείρωσης Εργαζομένων ΟΚΑΝΑ από τον Οκτώβριο του 2016:

«Το ιδεολογικό περιτύλιγμα αυτής της πολιτικής δεν είναι άλλο από την θεώρηση της εξάρτησης ως “αυτοπροκαλούμενης υποτροπιάζουσας νόσου”, θεώρηση η οποία πράγματι βοήθησε στον αγώνα ενάντια στους ηθικολόγους συντηρητικούς κυρίως στις ΗΠΑ, οι οποίοι πριμοδοτούσαν και πριμοδοτούν την καταστολή ως τη μόνη αποτελεσματική αντιμετώπιση της εξάρτησης. Το κακό είναι ότι η “αυτοπροκαλούμενη υποτροπιάζουσα νόσος”, στην γλώσσα ορισμένων “επιστημόνων” μεταφράζεται στο “δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτε παραπάνω από το να του δώσεις την ουσία που του λείπει (όπως η ινσουλίνη στον διαβητικό) και από εκεί και πέρα είναι ό ίδιος υπεύθυνος για τη ζωή ή το θάνατο του”, […] Η επιστημονική άποψη της «αυτοπροκαλούμενης υποτροπιάζουσας νόσου» χρησιμοποιείται και παραμένει στο προσκήνιο ως επιστημονικό επικάλυμμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που έχουν ως μοναδικό κριτήριο τη μείωση του κόστους (των δημόσιων υπηρεσιών) και την αύξηση του κέρδους (των ιδιωτικών επιχειρήσεων), αδιαφορώντας για το τελικό αποτέλεσμα στην υγεία του πληθυσμού.»

Οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν ότι παρά τις διακηρύξεις της διοίκησης του ΟΚΑΝΑ ότι στόχος των νέων καινοτόμων δράσεων είναι η απεξάρτηση, στην πραγματικότητα αλλάζοντας τους όρους και τους κανόνες των προγραμμάτων οδηγούν πολύ περισσότερο και στην παράλληλη χρήση και στην αναπαραγωγή «πρακτικών πιάτσας» εντός των προγραμμάτων.

Την ίδια στιγμή οι εργασιακές συνθήκες επιδεινώνονται διαρκώς εξαιτίας της εντατικοποίησης της δουλειάς, των μειώσεων μισθών, εξαιτίας της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων (εργαζόμενοι μας ανέφεραν ότι κάποια στιγμή σε μία μονάδα υπήρχαν 12 εργαζόμενοι με 7 διαφορετικές σχέσεις εργασίας) αλλά και εξαιτίας του μεγάλου φορτίου και των συχνών φαινομένων burn-out που καταγράφεται διεθνώς στους εργαζομένους στα προγράμματα που ασχολούνται με την εξάρτηση. Όπως μας λέει και η ίδια η Κουτσοπούλου, στη Ελλάδα της κρίσης αυτό είναι πολύ πιο έντονο «γιατί η δουλειά μας γίνεται ακόμη πιο “ματαιωτική” και αυξάνονται και τα προβλήματα των ίδιων των εξαρτημένων».

Σε όλα αυτά προστίθενται πλήθος προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι στον ΟΚΑΝΑ. Στις 6 Μαρτίου 2017 η Θεραπευτική Μονάδα του Ηρακλείου Κρήτης βρέθηκε να μην έχει φάρμακα για να χορηγήσει κανονικά τους ασθενείς. Η χορήγηση σταμάτησε στις 10:30 το πρωί, πολλοί ασθενείς (περίπου σαράντα) δεν χορηγήθηκαν, ενώ χάρις στην ψυχραιμία του προσωπικού και της μεγάλης πλειοψηφίας των ασθενών δεν έγιναν μεγάλης έκτασης επεισόδια. Κι όλα αυτά παρότι είχαν γίνει επανειλημμένα διαβήματα από τους υπευθύνους της μονάδας για το πρόβλημα. Συχνά οι εργαζόμενοι στον ΟΚΑΝΑ στοχοποιούνται: τον Μάιο του 2017 ο ιδιοκτήτης ενός περιπτέρου στα Χανιά και ταυτόχρονα συμμετέχων στο πρόγραμμα του ΟΚΑΝΑ απελπισμένος επειδή ο δήμος Χανίων δεν του ανανέωνε την άδεια για το περίπτερο πήγε στη μονάδα του ΟΚΑΝΑ και κράτησε ομήρους τρεις εργαζομένους με την απειλή όπλου μέχρι να υπάρξει επέμβαση της αστυνομίας.

Απέναντι σε όλα αυτά, όμως, η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ μάλλον δείχνει να θεωρεί ότι το βασικό της πρόβλημα είναι οι εργαζόμενοι. Όταν τον Νοέμβριο του 2016 οι εργαζόμενοι στην μονάδα της Νίκαιας κατέθεσαν εγγράφως τη διαφωνία τους με την πολιτική της διοίκησης του ΟΚΑΝΑ και το κλείσιμο της μονάδας μεθαδόνης, μια μονάδα που κάλυπτε πολύ μεγάλη περιοχή, η απάντηση ήταν να κληθούν σε ανάκριση και μάλιστα «κατά μόνας» κάνοντας το Σύλλογο Εργαζομένων να μιλήσει για επίδειξη «αυταρχισμού, τρομοκρατίας και χυδαίας αντίληψης περί άσκησης εξουσίας».

Όταν ο ίδιος ο υπεύθυνος της μονάδας του Ηρακλείου ζήτησε να γίνει ΕΔΕ για να διαπιστωθούν ευθύνες και παραλείψεις για το πρόβλημα που υπήρξε με την έλλειψη φαρμάκων, η διοίκηση αρνήθηκε να προχωρήσει στη διερεύνηση και μάλιστα κατηγόρησε τους εργαζομένους ότι δεν είχαν ενημερώσει για την έλλειψη φαρμάκων, παρότι ειδικά η συγκεκριμένη μονάδα είχε ενημερώσει με αλλεπάλληλα επίσημα έγγραφα ότι πρόκειται να ξεμείνει από φάρμακα. Όταν εργαζόμενοι θίγονται από αποφάσεις της διοίκησης και ζητούν τα πρακτικά των συνεδριάσεων του ΔΣ, η διοίκηση αρνείται συστηματικά να τους τα χορηγήσει. Όταν η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ επέτρεψε σε εκπροσώπους του Συλλόγου Εργαζομένων να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις του ΔΣ, έθεσαν ταυτόχρονα ρήτρα εχεμύθειας παρότι είναι προφανές ότι το νόημα της παρουσίας εκπροσώπων των εργαζομένων είναι να μπορούν μετά να ενημερώνουν τους συναδέλφους και όχι να σιωπούν.

Επιπλέον, οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν ότι πέραν του να αρνείται η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ να προχωρήσει στις ΕΔΕ που έχουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι ζητήσει (και για το περιστατικό του Ηρακλείου και για αυτό του νοσοκομείου Άγιος Σάββας), αρνείται να υπογράψει συλλογική σύμβαση εργασίας, αρνείται να μονιμοποιήσει τους εργαζομένους με δελτίο παροχής υπηρεσιών παρότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και εργάζονται για μεγάλο διάστημα, για τι εξακολουθεί να αναθέτει την καθαριότητα και τη φύλαξη σε ιδιώτες. Επιπλέον, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ανακοίνωση του συλλόγου στις 28 Ιουλίου 2017, αναρωτιούνται: «Γιατί μεθοδικά σχεδιάζουν την επιχείρηση αποψίλωσης του Οργανισμού από περιουσιακά του στοιχεία, πολύτιμα για την αποτελεσματική του λειτουργία (ουροαναλυτές); Τι είδους συμβόλαια ξεπληρώνουν με την καταστροφή της περιουσίας του ΟΚΑΝΑ και γιατί εγκλωβίζουν στο δικό τους σχέδιο όλες τις επόμενες Διοικήσεις φέρνοντας τες προ τετελεσμένων γεγονότων;».

Η απάντηση της διοίκησης του ΟΚΑΝΑ σε όλα αυτά θα είναι να μιλήσει, με ανακοίνωση στις 24 Ιουλίου 2017 για «ψεύδη, συκοφαντίες και απειλές», να επιμείνει ότι αγωνίζεται για «έναν Οργανισμό σύγχρονο, αποτελεσματικό» και να υποστηρίξει ότι όσοι ασκούν κριτική φέρονται «λες και ο καθένας έχει “καπαρώσει” τη θέση του ανεξαρτήτως των ικανοτήτων του, της αποτελεσματικότητας του ή τον αναγκών του Οργανισμού». Κοινώς καμιά τοποθέτηση επί της ουσίας.

Η ίδια η Κουτσοπούλου θεωρεί ότι η τωρινή διοίκηση του ΟΚΑΝΑ επιλέγει να επιλεκτικά να τιμωρεί «οποιονδήποτε μέσα στον ΟΚΑΝΑ έχει μια άποψη διαφορετική, όχι μόνο συνδικαλιστές αλλά εργαζομένους που έχουν μια διαφωνία ή μια άποψη και τολμούν να την κοινοποιήσου για το πώς μπορεί να επιτελέσει καλύτερα το ρόλο του ο ΟΚΑΝΑ». Τονίζει παράλληλα ότι το κάνει αυτό η διοίκηση «παρότι αυτό μπορεί να αναστατώνει και να αποσταθεροποιεί τους ασθενείς»

Πληροφορίες αναφέρουν ότι πιο πρόσφατη αντιπαράθεση ανάμεσα στην Επιστημονική Επιτροπή και τη Διοίκηση του ΟΚΑΝΑ αφορούσε το ζήτημα των τοξικολογικών εξετάσεων των συμμετεχόντων στα προγράμματα. Υπογραμμίζουμε εδώ ότι στις θεραπείες με υποκατάστατα (δηλ. οπιοειδή) είναι πάρα πολύ σημαντικό για λόγους που αφορούν την υγεία και την ασφάλεια του χρήστη, να υπάρχει παρακολούθηση με συστηματικούς ελέγχους. Αυτοί είχαν ούτως ή άλλως περιοριστεί τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των περικοπών στις δαπάνες. Ωστόσο, φέτος παρότι υπήρξε ένα σχετικά μεγαλύτερο κονδύλι, η διοίκηση αποφάσισε να μην προμηθευτούν τα αντιδραστήρια που χρησιμοποιούσαν μέχρι τώρα και να πάρουν απλά στικ που εμβαπτίζονται στα ούρα και δίνουν κάποιες ενδείξεις αλλά χωρίς να μπορούν να προσφέρουν την ίδια αξιοπιστία και ακρίβεια.

Λίγο μετά από αυτή την αντιπαράθεση είχαμε την ανακοίνωση της παύσης της Κουτσοπούλου, μέλους της Επιστημονικής Επιτροπής του Συλλόγου Εργαζομένων, από τη θέση της…

Η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ ξέρει πολύ καλά ποια είναι η Έμμυ Κουτσοπούλου. Ιδίως τα μέλη της, όπως, ο πρόεδρος του ΔΣ, Ευάγγελος Καφετζόπουλους και ο αντιπρόεδρος του ΔΣ Δήμος Φωτόπουλος, που προέρχονται από το προσωπικό του ΟΚΑΝΑ, ή άλλα μέλη του ΔΣ όπως η Βασιλική Κατριβάνου που γνωρίζει την Κουτσοπούλου ήδη από τον καιρό των αριστερών φοιτητικών συσπειρώσεων της δεκαετίας του 1980. Το ίδιο ισχύει και για τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας Παύλο Πολάκη, που συμπορεύτηκε με την Κουτσοπούλου ουκ ολίγες φορές σε πολιτικές και συνδικαλιστικές διεκδικήσεις του ευρύτερου υγειονομικού (και όχι μόνο…) χώρου. Όλοι αυτοί ξέρουν πολύ καλά και το ήθος και την επιστημονική επάρκεια και την εμπειρία τους. Ότι παρόλα αυτά επιμένουν σε μια εμφανώς εκδικητική πρακτική επειδή η Κουτσοπούλου και άλλοι εργαζόμενοι στον ΟΚΑΝΑ αντιστέκονται σε σχέδια επί της ουσίας διάλυσης του οργανισμού είναι ενδεικτικό του τρόπου που αντιλαμβάνονται πλέον τη διαχείριση εξουσίας στην «πρώτη φορά Αριστερά». Από την άλλη, το ότι ήδη υπάρχει ένα κίνημα αλληλεγγύης στην Κουτσοπούλου και στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό είναι ενδεικτικό ότι ορισμένες επιλογές δεν είναι εύκολο να περάσουν.

Η Κουτσοπούλου δηλώνει αποφασισμένη να μην αποδεχτεί την κατάσταση και να αντιπαλέψει τις πρακτικές της διοίκησης: «Η δουλειά η δική μας, που είμαστε κυριολεκτικά μέσα στην πιάτσα, είναι πολύ πιο βαριά αλλά και απολύτως αναγκαία. Και είναι απολύτως αναγκαία να υπάρχει στο δημόσιο σύστημα υγείας, διότι εάν δεν υπάρχει στο δημόσιο σύστημα υγείας, οι άνθρωποι αυτοί θα πεθάνουν. Απλώς θα πεθάνουν. Είναι κοινωνικός δαρβινισμός η διάλυση των προγραμμάτων υποκατάστασης. Δεν μπορούμε να αφήσουμε να περάσει αυτό».

Σχόλια